- ὑφαίνοντας
- ὑφαίνωweavepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… … Dictionary of Greek
διυφαίνω — (Α) 1. συμπληρώνω κάτι υφαίνοντας 2. συνυφαίνω … Dictionary of Greek
Μπέρνερς-Λι, Τιμ — (Tim Berners Lee, Λονδίνο 1955 ). Άγγλος επιστήμονας ηλεκτρονικών υπολογιστών. Το 1976 αποφοίτησε από το Κολέγιο Κουίνς του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ενώ κατά την διάρκεια των σπουδών του κατασκεύασε τον πρώτο του υπολογιστή, χρησιμοποιώντας… … Dictionary of Greek
Νύμφες — I Αρχαίες ελληνικές θεότητες των φυσικών δυνάμεων, που κατοικούσαν στα δάση και στις σπηλιές, πλάι σε πηγές, χείμαρρους και ποταμούς ή και σε μοναχικά νησιά, όπως η Καλυψώ και η Κίρκη. Οι Ν. των δασών, των λόφων, των λιβαδιών και των πηγών –που ο … Dictionary of Greek